έρανος
[ˈeranos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spende(nsammlung)θηλυκό | Femininum, weiblich fέρανοςέρανος
- Kollekteουδέτερο | Neutrum, sächlich nέρανος θρησκεία | Religionθρησκέρανος θρησκεία | Religionθρησκ