έμβολο
[ˈemvolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Blutpfropfαρσενικό | Maskulinum, männlich mέμβολοέμβολο
- Kolbenαρσενικό | Maskulinum, männlich mέμβολο τεχνική | Technikτεχνέμβολο τεχνική | Technikτεχν