έκταση
[ˈektasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Flächeθηλυκό | Femininum, weiblich fέκταση εμβαδόνέκταση εμβαδόν
- Ausdehnungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκταση άπλωμαWeiteθηλυκό | Femininum, weiblich fέκταση άπλωμαέκταση άπλωμα
- Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nέκταση περιοχήέκταση περιοχή
- Ausmaßαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκταση μέγεθος ζημιών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφέκταση μέγεθος ζημιών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Umfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφέκταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ