έκτακτος
[ˈektaktos], έκτακτη, έκτακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- außerordentlichέκτακτος εξαιρετικόςέκτακτος εξαιρετικός
- besondereέκτακτος ειδικόςέκτακτος ειδικός
exemples
- έκτακτη ανάγκηθηλυκό | Femininum, weiblich fErnstfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mNotfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έκτακτα έσοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplNebeneinkünfteπληθυντικός | Plural pl
- έκτακτη ανακοίνωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αστροναυτική | Raumfahrtραδιο τηλεόραση | FernsehenτηλSondermeldungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples