έδρα
[ˈeðra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mέδρα εταιρείας, στο κοινοβούλιοέδρα εταιρείας, στο κοινοβούλιο
- Residenzθηλυκό | Femininum, weiblich fέδρα οίκημα σημαντικής προσωπικότηταςέδρα οίκημα σημαντικής προσωπικότητας
- Lehrstuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich mέδρα πανεπιστημίουέδρα πανεπιστημίου
- Gesäßουδέτερο | Neutrum, sächlich nέδρα ανατομία | Anatomieανατέδρα ανατομία | Anatomieανατ
- Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich fέδρα γεωμετρία | Geometrieγεωμ κύβουέδρα γεωμετρία | Geometrieγεωμ κύβου
exemples
- έδρα πολύτιμου λίθουFacetteθηλυκό | Femininum, weiblich f