„έδικτο“: ουδέτερο έδικτο [ˈeðikto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Edikt Ediktουδέτερο | Neutrum, sächlich n έδικτο ιστορία | Geschichteιστ έδικτο ιστορία | Geschichteιστ