„άψητος“ άψητος [ˈapsitos], άψητη, άψητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) nicht gar, nicht durchgebraten, unreif nicht gar, nicht durchgebraten άψητος φαγητό, κρέας άψητος φαγητό, κρέας unreif άψητος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ άψητος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ