Άτλας
[ˈatlas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Atlasgebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich nΆτλας γεωγραφία | GeografieγεωγρΆτλας γεωγραφία | Geografieγεωγρ
- Atlasαρσενικό | Maskulinum, männlich mΆτλας μυθολογία | MythologieμυθΆτλας μυθολογία | Mythologieμυθ