„άσβεστος“ άσβεστος [ˈazvestos], άσβεστη, άσβεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) brennend brennend άσβεστος μίσος άσβεστος μίσος