„άρκτος“: θηλυκό άρκτος [ˈarktos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bär Bärαρσενικό | Maskulinum, männlich m άρκτος άρκτος exemples η Μεγάλη/Μικρή Άρκτος αστρονομία | Astronomieαστρον der Große/Kleine Bär, der Große/Kleine Wagen η Μεγάλη/Μικρή Άρκτος αστρονομία | Astronomieαστρον