άπλυτος
[ˈaplitos], άπλυτη, άπλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ungewaschenάπλυτοςάπλυτος
exemples
- άπλυταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchmutzwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f