„άμπωτη“: θηλυκό άμπωτη [ˈamboti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ebbe Ebbeθηλυκό | Femininum, weiblich f άμπωτη άμπωτη exemples άμπωτη και πλημυρίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f Ebbe und Flutθηλυκό | Femininum, weiblich f άμπωτη και πλημυρίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f