„άλυτος“ άλυτος [ˈalitos], άλυτη, άλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ungelöst, unlösbar ungelöst άλυτος πρόβλημα που δε λύθηκε άλυτος πρόβλημα που δε λύθηκε unlösbar άλυτος πρόβλημα που δε μπορεί να λυθεί άλυτος πρόβλημα που δε μπορεί να λυθεί