„άθεος“: επίθετο, ως επίθετο άθεος [ˈaθeos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άθεη, άθεο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gottlos gottlos άθεος άθεος „άθεος“: αρσενικό και θηλυκό άθεος [ˈaθeos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Atheist Atheistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f άθεος άθεος