„άηχος“ άηχος [ˈaixos], άηχη, άηχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) stimmlos stimmlos άηχος γραμματική | Grammatikγραμμ άηχος γραμματική | Grammatikγραμμ