„άγουρος“ άγουρος [ˈaɣuros], άγουρη, άγουροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) unreif unreif άγουρος φρούτα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ άγουρος φρούτα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ