άβαφος
[ˈavafos], άβαφη, άβαφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ungestrichenάβαφος τοίχοςάβαφος τοίχος
- ungefärbtάβαφος ρούχα, μαλλιάάβαφος ρούχα, μαλλιά
- ungeputztάβαφος παπούτσιαάβαφος παπούτσια
- ungeschminktάβαφος πρόσωποάβαφος πρόσωπο