όψη
[ˈopsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Aussehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nόψη ανθρώπουόψη ανθρώπου
- Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich fόψη κτηρίουόψη κτηρίου
- Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich fόψη θεωρητική σκοπιάAspektαρσενικό | Maskulinum, männlich mόψη θεωρητική σκοπιάόψη θεωρητική σκοπιά
- rechte Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich fόψη υφάσματοςόψη υφάσματος