χωριάτικος
[xoˈrjatikos], χωριάτικη, χωριάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χωριάτικος από χωριό
- rustikalχωριάτικος στιλχωριάτικος στιλ
- grobχωριάτικος άξεστοςχωριάτικος άξεστος
exemples
- χωριάτικη σαλάταθηλυκό | Femininum, weiblich fBauernsalatαρσενικό | Maskulinum, männlich m