χρέωση
[ˈxreosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Belastungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρέωση οικονομία | Wirtschaftοικον λογαριασμούχρέωση οικονομία | Wirtschaftοικον λογαριασμού
- Verschuldungθηλυκό | Femininum, weiblich fχρέωση χρέηχρέωση χρέη
exemples
- χρεώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl διατήρησης τραπεζικού λογαριασμούKontoführungsgebührenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- χρέωση ακύρωσηςStornierungsgebührθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χρέωση αποστολήςZustellgebührθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples