„χοροπηδητό“: ουδέτερο χοροπηδητό [xoropiðiˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Tanzerei Tanzereiθηλυκό | Femininum, weiblich f χοροπηδητό χοροπηδητό