χοληφόρος
[xoliˈforos], χοληφόρος, χοληφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- χοληφόρος πόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατομία | AnatomieανατGallengangαρσενικό | Maskulinum, männlich m