φυλακίζω
[filaˈkjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ins Gefängnis bringen, einsperrenφυλακίζω βάζω στη φυλακήφυλακίζω βάζω στη φυλακή
- inhaftierenφυλακίζω συλλαμβάνωφυλακίζω συλλαμβάνω