„υπόλοιπο“: ουδέτερο υπόλοιπο [iˈpolipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Rest, Saldo Restαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπόλοιπο υπόλοιπο Saldoαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπόλοιπο σε λογαριασμό υπόλοιπο σε λογαριασμό