υπόθεση
[iˈpoθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Annahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση εικασίαVermutungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση εικασίαHypotheseθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση εικασίαυπόθεση εικασία
- Angelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση δουλειά, θέμαSacheθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση δουλειά, θέμαυπόθεση δουλειά, θέμα
- Spekulationθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόθεση εικασία χωρίς υπόβαθρουπόθεση εικασία χωρίς υπόβαθρο
- Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπόθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομυπόθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ