τυφλός
[tiˈflos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τυφλή, τυφλόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- blindτυφλός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτυφλός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- τυφλό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n πληκτρολόγησηςZehnfingersystemουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τυφλός
[tiˈflos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)