συνοδοιπόρος
[sinoðiˈporos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Mitläuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνοδοιπόρος πολιτική | Politikπολιτ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτσυνοδοιπόρος πολιτική | Politikπολιτ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ