Mitläufer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Politik | πολιτικήPOL, MitläuferinFemininum, weiblich | θηλυκό f pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Politik | πολιτικήPOLVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συνοδοιπόροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fMitläuferMitläufer