συνδετικός
[sinðetiˈkos], συνδετική, συνδετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- συνδετική οδόςθηλυκό | Femininum, weiblich fVerbindungsstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συνδετικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich nBindemittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- συνδετικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZubringerstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich fZubringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples