σκοτώνω
[skoˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- σκοτώνω
- erlegenσκοτώνω ζώοσκοτώνω ζώο
- verscherbelnσκοτώνω ξεπουλώ όσο-όσοσκοτώνω ξεπουλώ όσο-όσο
- fertigmachenσκοτώνω κουράζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκοτώνω κουράζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples