„σκασμός“: αρσενικό σκασμός [skazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) halt’s Maul! sich vollstopfen wir haben uns den Bauch vollgeschlagen exemples σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ halt’s Maul! σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ τρώω του σκασμού sich vollstopfen τρώω του σκασμού φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ wir haben uns den Bauch vollgeschlagen φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ