„σκάβω“: μεταβατικό ρήμα σκάβω [ˈskavo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) graben graben σκάβω σκάβω exemples με τα ψέματά του έσκαψε ο ίδιος το λάκκο του mit seinen Lügen hat er sich sein eigenes Grab geschaufelt με τα ψέματά του έσκαψε ο ίδιος το λάκκο του