„πρωί“: ουδέτερο πρωί [proˈi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; πρωινού> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Morgen, Vormittag Morgenαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρωί γύρω από την ανατολή του ήλιου πρωί γύρω από την ανατολή του ήλιου Vormittagαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρωί από την ανατολή μέχρι το μεσημέρι πρωί από την ανατολή μέχρι το μεσημέρι exemples το πρωί morgens, vormittags το πρωί από το πρωί ως το βράδυ von früh bis spät από το πρωί ως το βράδυ „πρωί“: επίρρημα πρωί [proˈi]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) früh früh πρωί νωρίς πρωί νωρίς exemples πρωί και βράδυ morgens und abends πρωί και βράδυ πρωί-πρωί sehr früh am Morgen, in aller Frühe πρωί-πρωί