„προτάσσω“: μεταβατικό ρήμα προτάσσω [proˈtaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überordnen überordnen προτάσσω προτάσσω exemples προτάσσω σε κάποιον κάτι jemandem etwas vorsetzen προτάσσω σε κάποιον κάτι