προμελετημένος
[promeletiˈmenos], προμελετημένη, προμελετημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geplantπρομελετημένος προσχεδιασμένοςπρομελετημένος προσχεδιασμένος
- vorsätzlichπρομελετημένος νομικός όρος | Rechtswesenνομπρομελετημένος νομικός όρος | Rechtswesenνομ