„geplant“: Adjektiv geplantAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σχεδιασμένος, προμελετημένος σχεδιασμένος, προμελετημένος geplant geplant