προκοπή
[prokoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vorankommenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροκοπή πρόοδοςπροκοπή πρόοδος
- Fleißαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροκοπή εργατικότηταπροκοπή εργατικότητα