Fleiß
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-es>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- επιμέλειαFemininum, weiblich | θηλυκό fFleißεργατικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fFleißφιλοπονίαFemininum, weiblich | θηλυκό fFleißFleiß