πολιτικά
[politiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl, πολιτική [politiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Politikθηλυκό | Femininum, weiblich fπολιτικάπολιτικά
exemples
- πολιτικά δικαιώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBürgerrechteπληθυντικός | Plural pl
-
- αστυνομικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m με πολιτικά (ρούχα)Polizistαρσενικό | Maskulinum, männlich min Zivil