„πιάνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πιάνομαι [ˈpjanome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hängen bleiben, klemmen bleiben, sich halten sich (fest)halten (από an+δοτική | +Dativ +dat) πιάνομαι για να μην πέσω πιάνομαι για να μην πέσω hängen bleiben πιάνομαι σκαλώνω πιάνομαι σκαλώνω klemmen bleiben πιάνομαι μαγκώνω πιάνομαι μαγκώνω exemples πιάνομαι στα χέρια οικείο | umgangssprachlichοικ in Streit geraten πιάνομαι στα χέρια οικείο | umgangssprachlichοικ