παροχή
[paroˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gewährungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαροχή χορήγηση δανείουπαροχή χορήγηση δανείου
- Versorgungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαροχή παροχή νερού, ρεύματοςπαροχή παροχή νερού, ρεύματος
exemples
- παροχέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl γήρατοςAltersvorsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- παροχή αερίουGasversorgungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples