οργανισμός
[orɣanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Organismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mοργανισμός βιολογία | Biologieβιολοργανισμός βιολογία | Biologieβιολ
- Organisationθηλυκό | Femininum, weiblich fοργανισμός οργάνωσηοργανισμός οργάνωση
- Amtουδέτερο | Neutrum, sächlich nοργανισμός υπηρεσίαοργανισμός υπηρεσία
- Verbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mοργανισμός σωματείοοργανισμός σωματείο
exemples
- οργανισμός αρωγήςHilfsorganisationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οργανισμός προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτωνMenschenrechtsorganisationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντοςUmweltschutzorganisationθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples