ναυτικός
[naftiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ναυτική, ναυτικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ναυτικές δυνάμειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSeestreitkräfteπληθυντικός | Plural pl
- ναυτική βάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fFlottenbasisθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ναυτική βάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fFlottenstützpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples