„μόρφωση“: θηλυκό μόρφωση [ˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bildung, Wissen Bildungθηλυκό | Femininum, weiblich f μόρφωση παιδεία Wissenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μόρφωση παιδεία μόρφωση παιδεία