μυστηριώδης
[mistiriˈoðis], μυστηριώδης, μυστηριώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geheimnisvoll, mysteriös, schleierhaftμυστηριώδηςμυστηριώδης
exemples
- μυστηριώδης ύπαρξηθηλυκό | Femininum, weiblich fSchattendaseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n