μοσχάρι
[moˈsxari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kalbουδέτερο | Neutrum, sächlich nμοσχάρι ζώομοσχάρι ζώο
- Rindfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich nμοσχάρι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρμοσχάρι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
- Kalbfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich nμοσχάρι μοσχαράκιμοσχάρι μοσχαράκι
exemples
- μοσχάρι στο φούρνοKalbsbratenαρσενικό | Maskulinum, männlich m