„μακριά“: επίρρημα μακριά [makriˈa]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) weit, weit entfernt, fern weit (weg), weit entfernt, fern (από von) μακριά μακριά exemples είναι μακριά; ist es weit? είναι μακριά; από μακριά von weit her από μακριά πιο μακριά weiter πιο μακριά