κοσμοπολίτικος
[kozmopoˈlitikos], κοσμοπολίτικη, κοσμοπολίτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- weltgewandtκοσμοπολίτικοςκοσμοπολίτικος
exemples
-
- κοσμοπολίτικη συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fWeltoffenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f