κατεστραμμένος
[katestraˈmenos], κατεστραμμένη, κατεστραμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zerstörtκατεστραμμένοςκατεστραμμένος
- ruiniertκατεστραμμένος οικονομικά, υγεία, φήμηκατεστραμμένος οικονομικά, υγεία, φήμη
- erledigtκατεστραμμένος οικείο | umgangssprachlichοικκατεστραμμένος οικείο | umgangssprachlichοικ
- fehlerhaftκατεστραμμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αρχείοκατεστραμμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αρχείο
exemples
- κατεστραμμένη πόληθηλυκό | Femininum, weiblich fRuinenstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f