„καταχνιά“: θηλυκό καταχνιά [kataˈxɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Nebel, Dunst Nebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m καταχνιά ομίχλη καταχνιά ομίχλη Dunstαρσενικό | Maskulinum, männlich m καταχνιά αχνός καταχνιά αχνός